καταδίκων — κατάδικος having judgement given against masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
σωφρονιστήριο — Τόπος ή ίδρυμα στο οποίο στέλνονται άτομα για σωφρονισμό. Σ. λέγεται και φυλακή στην οποία φυλακίζονται άτομα για να εκτίσουν την ποινή τους. Οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στα σ. λέγονται σωφρονιστικά συστήματα. Παρά τις σποραδικές… … Dictionary of Greek
γκιλοτίνα — Μηχάνημα αποκεφαλισμού. Υιοθετήθηκε επίσημα στα τέλη του 18ου αι., κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Εφευρέτης της ήταν ο Γάλλος γιατρός Γκιγιοτέν. Βλ. λ. Γκιγιοτέν, Ζοζέφ Ιγκνάς. Ο αποκεφαλισμός του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ στην γκιλοτίνα, σε… … Dictionary of Greek
Τασμανία — (Tasmania). Ομόσπονδη Πολιτεία της Αυστραλίας, η μικρότερη σε έκταση (67.800 τ. χλμ.) και σε πληθυσμό (451.000 κάτ.), που αποτελείται από το ομώνυμο νησί το οποίο βρίσκεται λίγο προς τα ΝΑ της Αυστραλίας, από την οποία χωρίζεται μέσω του Πορθμού… … Dictionary of Greek
απομονωτήριο — το χώρος απομόνωσης τιμωρημένων, καταδίκων, ασθενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < απομονούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Πέτρο Κ. Αποστολίδη] … Dictionary of Greek
δήμιος — ο (AM δήμιος, ο [ως ουσ.] Α και δήμιος, ον και δάμιος, ον και δάμιος, ία, ιον) ως ουσ. ο δημόσιος εκτελεστής τής θανατικής ποινής μσν. νεοελλ. αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο βασανιστής νεοελλ. 1. ο φονιάς 2. αυτός που αποφασίζει και… … Dictionary of Greek
κάτεργος — ο (AM κάτεργος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) το κάτεργο i) (παλαιότερα) αχρηστευμένο και ελλιμενισμένο πλοίο, το οποίο χρησίμευε ως φυλακή καταδίκων ii) κάθε πολεμικό πλοίο, γαλέρα και γενικὼς μεγάλο πλοίο β) φρ. i) «καταδίκη σε κάτεργα» βαριά… … Dictionary of Greek
καταπέλτης — Αρχαία πολεμική μηχανή, με την οποία εκτόξευαν λίθους και πυρακτωμένες ή εύφλεκτες ύλες σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων. Συνήθως περιλάμβανε ένα είδος μεγάλης κουτάλας, όπου τοποθετούσαν το υλικό που προοριζόταν για εκτόξευση. Η κουτάλα… … Dictionary of Greek
κλοιόπους — ο (Μ κλοιόπους, ποδoς) κλοιός τών ποδιών, όργανο βασανισμού τών καταδίκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλοιός + πους (< πούς), πρβλ. βραδύ πους, πτερό πους] … Dictionary of Greek